- πορτοκαλιά
- η апельсиновое дерево;
περιβόλι με ( — или από) πορτοκαλιές — апельсиновый сад
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
περιβόλι με ( — или από) πορτοκαλιές — апельсиновый сад
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
πορτοκαλιά — η δέντρο που ανήκει στα εσπεριδοειδή: Είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια (παροιμ. φρ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πορτοκαλιά — (κίτρο το σινικό ή αουράντιο). Δέντρο της οικογένειας των ρουτιδών (υποοικογένεια νεραντζιών ή αουραντίων). Ο καρπός του, το πορτοκάλι, έχει σάρκα περισσότερο ή λιγότερο υδαρή, γλυκόξινη, και φλοιό κιτρινο πορτοκαλί έως έντονα κόκκινο, ανάλογα με … Dictionary of Greek
εσπεριδοειδή — Είδη και ποικιλίες καρποφόρων δέντρων της φυλής των κιτρίων και κυρίως του γένους κίτρο, οι καρποί των οποίων εκτιμώνται ιδιαίτερα για την εύχυμη γλυκόξινη ή ξινή σάρκα τους. Τα ε. καλλιεργούνται στις θερμές, εύκρατες, υποτροπικές και τροπικές… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
λεμονοπορτοκαλιά — η βοτ. υβρίδιο λεμονιάς που προήλθε από διασταύρωσή της με πορτοκαλιά και που παράγει καρπούς σαν τα πορτοκάλια, αλλά με ξινό χυμό και άρωμα λεμονιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τ. πληθ. λεμονοπορτοκαλέαι, μαρτυρείται από το 1859 στον Θεόδωρο… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
Carsten Høeg — (November 15 1896 in Aalborg April 3 1961) was a Danish professor of classic philology and a Juris Doctor at the University of Copenhagen from 1926. He earned his Ph.D with an ethnographic study of the Sarakatsani Greeks. He later published… … Wikipedia
Liste des appellations européennes de fruits, légumes et céréales — Cette liste des appellations européennes de fruits, légumes, céréales et condiments recense les productions végétales destinées à l alimentation humaine inscrites sur les registres européens des AOP (appellation d origine protégée et IGP… … Wikipédia en Français
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek
αιματίτικος — η, ο [αιματίτης] (κυρίως για τα πορτοκάλια σαγκουίνια) ο κόκκινος σαν αίμα … Dictionary of Greek
εδύχιο — το πόα με λουλούδια άσπρα, υποκίτρινα ή πορτοκαλιά τής οικογένειας ζιγγεβιρίδες … Dictionary of Greek